-
1 смола
η ρητίνη, το ρετσίνι, η πίσσαдаммаровая - η κομμιορητίνη, η ρητίνη/το ρετσίνι των δένδρων Ντάμαρ (Dammar)древесная - το κολοφώνιο, η ρετσίνατο ρετσίνι, η ρητι-νόπισσα, η ξυλόπισσαкопаловая - του πεύκου Ν.Ζηλανδίαςлитьевая эл. - η χυτορητίνηчёрная - η πίσσα, η πισσάσφαλτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смола